Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλτικός
Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
View word page
ἁλυκότης
saltness

ShortDef

saltness

Debugging

Headword:
ἁλυκότης
Headword (normalized):
ἁλυκότης
Headword (normalized/stripped):
αλυκοτης
IDX:
4134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4135
Key:

Data

{'content': 'saltness'}