Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλτηρία
Ἄλτης
ἁλτικός
Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
View word page
ἁλυκός
salt

ShortDef

salt

Debugging

Headword:
ἁλυκός
Headword (normalized):
ἁλυκός
Headword (normalized/stripped):
αλυκος
IDX:
4132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4133
Key:

Data

{'content': 'salt'}