Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλτῆρες
ἁλτηρία
Ἄλτης
ἁλτικός
Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
View word page
ἁλυκίς
a salt spring
ShortDef
a salt spring
Debugging
Headword:
ἁλυκίς
Headword (normalized):
ἁλυκίς
Headword (normalized/stripped):
αλυκις
IDX:
4131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4132
Key:
Data
{'content': 'a salt spring'}