Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλσώδης
ἁλτῆρες
ἁλτηρία
Ἄλτης
ἁλτικός
Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
View word page
ἀλύκη
distress

ShortDef

distress

Debugging

Headword:
ἀλύκη
Headword (normalized):
ἀλύκη
Headword (normalized/stripped):
αλυκη
IDX:
4130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4131
Key:

Data

{'content': 'distress'}