Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηρομαχία
θηρομιγής
θηρονόμος
θηρόπεπλος
θηροπλαστέω
θηρόπλαστος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηροτόκος
θηρότροφος
θηροτρόφος
θηρότυπος
θηροφανής
θηροφονεύς
θηροφονέω
θηροφόνος
θηροφόρος
θηροφύλαξ
θηρόχλαινος
Θηρώ
Θήρων
View word page
θηροτρόφος
feeding wild beasts

ShortDef

feeding wild beasts

Debugging

Headword:
θηροτρόφος
Headword (normalized):
θηροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
θηροτροφος
IDX:
41304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41305
Key:

Data

{'content': 'feeding wild beasts'}