Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλσος
ἀλσώδης
ἁλτῆρες
ἁλτηρία
Ἄλτης
ἁλτικός
Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
View word page
ἁλυκεία
salting

ShortDef

salting

Debugging

Headword:
ἁλυκεία
Headword (normalized):
ἁλυκεία
Headword (normalized/stripped):
αλυκεια
IDX:
4129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4130
Key:

Data

{'content': 'salting'}