Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροθήρας
θηρόθυμος
θηροκόμος
θηροκτόνος
θηρολέξης
θηρολετέω
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομαχία
θηρομιγής
View word page
θηροειδής
having the forms of wild beasts

ShortDef

having the forms of wild beasts

Debugging

Headword:
θηροειδής
Headword (normalized):
θηροειδής
Headword (normalized/stripped):
θηροειδης
IDX:
41285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41286
Key:

Data

{'content': 'having the forms of wild beasts'}