Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροθήρας
θηρόθυμος
θηροκόμος
θηροκτόνος
θηρολέξης
θηρολετέω
θηρολέτης
View word page
θηρόδηκτος
stung by a serpent

ShortDef

stung by a serpent

Debugging

Headword:
θηρόδηκτος
Headword (normalized):
θηρόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
θηροδηκτος
IDX:
41282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41283
Key:

Data

{'content': 'stung by a serpent'}