Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροθήρας
θηρόθυμος
θηροκόμος
View word page
θηρόβορος
eaten
ShortDef
eaten
Debugging
Headword:
θηρόβορος
Headword (normalized):
θηρόβορος
Headword (normalized/stripped):
θηροβορος
IDX:
41278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41279
Key:
Data
{'content': 'eaten'}