Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριότης
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροθήρας
θηρόθυμος
View word page
θηροβολέω
to slay wild beasts

ShortDef

to slay wild beasts

Debugging

Headword:
θηροβολέω
Headword (normalized):
θηροβολέω
Headword (normalized/stripped):
θηροβολεω
IDX:
41277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41278
Key:

Data

{'content': 'to slay wild beasts'}