Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριοποιέω
θηριότης
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροθήρας
View word page
θηρίωσις
a turning into a beast

ShortDef

a turning into a beast

Debugging

Headword:
θηρίωσις
Headword (normalized):
θηρίωσις
Headword (normalized/stripped):
θηριωσις
IDX:
41276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41277
Key:

Data

{'content': 'a turning into a beast'}