Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
θηρίον
θηριονάρκη
θηριόπληκτος
θηριοποιέω
θηριότης
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
View word page
θηριοτρόφος
abounding in wild beasts

ShortDef

abounding in wild beasts

Debugging

Headword:
θηριοτρόφος
Headword (normalized):
θηριοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
θηριοτροφος
IDX:
41270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41271
Key:

Data

{'content': 'abounding in wild beasts'}