Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
θηρίον
θηριονάρκη
θηριόπληκτος
θηριοποιέω
θηριότης
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
θηριώνυμος
View word page
θηριόπληκτος
struck by a poisonous animal

ShortDef

struck by a poisonous animal

Debugging

Headword:
θηριόπληκτος
Headword (normalized):
θηριόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
θηριοπληκτος
IDX:
41265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41266
Key:

Data

{'content': 'struck by a poisonous animal'}