Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
θηρίον
θηριονάρκη
θηριόπληκτος
θηριοποιέω
θηριότης
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
θηρίωμα
View word page
θηριονάρκη
that benumbs serpents, Nerium Oleander
ShortDef
that benumbs serpents, Nerium Oleander
Debugging
Headword:
θηριονάρκη
Headword (normalized):
θηριονάρκη
Headword (normalized/stripped):
θηριοναρκη
IDX:
41264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41265
Key:
Data
{'content': 'that benumbs serpents, Nerium Oleander'}