Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
θηρίον
θηριονάρκη
θηριόπληκτος
θηριοποιέω
θηριότης
θηριοτροφεῖον
θηριοτροφέω
θηριοτρόφος
θηριότροφος
θηριόω
θηριώδης
View word page
θηρίον
a wild animal, beast

ShortDef

a wild animal, beast

Debugging

Headword:
θηρίον
Headword (normalized):
θηρίον
Headword (normalized/stripped):
θηριον
IDX:
41263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41264
Key:

Data

{'content': 'a wild animal, beast'}