Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
θηρίον
θηριονάρκη
View word page
θηριόδηκτος
bitten by a wild beast

ShortDef

bitten by a wild beast

Debugging

Headword:
θηριόδηκτος
Headword (normalized):
θηριόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
θηριοδηκτος
IDX:
41254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41255
Key:

Data

{'content': 'bitten by a wild beast'}