Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
View word page
θηριόδηγμα
bite of a serpent

ShortDef

bite of a serpent

Debugging

Headword:
θηριόδηγμα
Headword (normalized):
θηριόδηγμα
Headword (normalized/stripped):
θηριοδηγμα
IDX:
41252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41253
Key:

Data

{'content': 'bite of a serpent'}