Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
View word page
θηρίδιον
animalculae

ShortDef

animalculae

Debugging

Headword:
θηρίδιον
Headword (normalized):
θηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
θηριδιον
IDX:
41249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41250
Key:

Data

{'content': 'animalculae'}