Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριομαχέω
View word page
θηριάλωτος
caught by wild beasts

ShortDef

caught by wild beasts

Debugging

Headword:
θηριάλωτος
Headword (normalized):
θηριάλωτος
Headword (normalized/stripped):
θηριαλωτος
IDX:
41247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41248
Key:

Data

{'content': 'caught by wild beasts'}