Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
View word page
θηριάζομαι
pass into a beast

ShortDef

pass into a beast

Debugging

Headword:
θηριάζομαι
Headword (normalized):
θηριάζομαι
Headword (normalized/stripped):
θηριαζομαι
IDX:
41244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41245
Key:

Data

{'content': 'pass into a beast'}