Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηράω
θηρεία
θήρειος
θηρεπῳδός
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
View word page
θηρεύτωρ
hunter

ShortDef

hunter

Debugging

Headword:
θηρεύτωρ
Headword (normalized):
θηρεύτωρ
Headword (normalized/stripped):
θηρευτωρ
IDX:
41240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41241
Key:

Data

{'content': 'hunter'}