Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήρατρον
θηράω
θηρεία
θήρειος
θηρεπῳδός
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
View word page
θηρευτός
catchable, attainable

ShortDef

catchable, attainable

Debugging

Headword:
θηρευτός
Headword (normalized):
θηρευτός
Headword (normalized/stripped):
θηρευτος
IDX:
41239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41240
Key:

Data

{'content': 'catchable, attainable'}