Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηρατός
θήρατρον
θηράω
θηρεία
θήρειος
θηρεπῳδός
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηριάνθρωπος
View word page
θηρευτικός
of or for hunting

ShortDef

of or for hunting

Debugging

Headword:
θηρευτικός
Headword (normalized):
θηρευτικός
Headword (normalized/stripped):
θηρευτικος
IDX:
41238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41239
Key:

Data

{'content': 'of or for hunting'}