Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηρατήριος
θηρατής
θηρατικός
θηρατός
θήρατρον
θηράω
θηρεία
θήρειος
θηρεπῳδός
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
θηριακός
View word page
θήρευσις
hunting, the chase

ShortDef

hunting, the chase

Debugging

Headword:
θήρευσις
Headword (normalized):
θήρευσις
Headword (normalized/stripped):
θηρευσις
IDX:
41235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41236
Key:

Data

{'content': 'hunting, the chase'}