Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηρατήρ
θηρατήριος
θηρατής
θηρατικός
θηρατός
θήρατρον
θηράω
θηρεία
θήρειος
θηρεπῳδός
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτωρ
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηριάζομαι
View word page
θήρευμα
spoil, prey

ShortDef

spoil, prey

Debugging

Headword:
θήρευμα
Headword (normalized):
θήρευμα
Headword (normalized/stripped):
θηρευμα
IDX:
41234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41235
Key:

Data

{'content': 'spoil, prey'}