Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήραρχος
Θήρας
θηράσιμος
θηράτειρα
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατήριος
θηρατής
θηρατικός
θηρατός
θήρατρον
θηράω
θηρεία
θήρειος
θηρεπῳδός
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
View word page
θήρατρον
an instrument of the chase, a net, trap

ShortDef

an instrument of the chase, a net, trap

Debugging

Headword:
θήρατρον
Headword (normalized):
θήρατρον
Headword (normalized/stripped):
θηρατρον
IDX:
41229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41230
Key:

Data

{'content': 'an instrument of the chase, a net, trap'}