Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
θημών
θημῶν
θημωνοθετέω
θην
θῆξις
θηπαλέος
θήρ
θήρα
Θήρα
θηραγρέτης
θηραγρία
θήραγρος
Θηραϊκόν
Θηραῖος
θήραμα
Θηραμένης
View word page
θηπαλέος
to be astonished
ShortDef
to be astonished
Debugging
Headword:
θηπαλέος
Headword (normalized):
θηπαλέος
Headword (normalized/stripped):
θηπαλεος
IDX:
41208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41209
Key:
Data
{'content': 'to be astonished'}