Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
θημών
θημῶν
θημωνοθετέω
θην
θῆξις
θηπαλέος
θήρ
θήρα
Θήρα
θηραγρέτης
θηραγρία
θήραγρος
Θηραϊκόν
View word page
θημωνοθετέω
put in a heap

ShortDef

put in a heap

Debugging

Headword:
θημωνοθετέω
Headword (normalized):
θημωνοθετέω
Headword (normalized/stripped):
θημωνοθετεω
IDX:
41205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41206
Key:

Data

{'content': 'put in a heap'}