Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
θημών
θημῶν
θημωνοθετέω
θην
θῆξις
θηπαλέος
θήρ
θήρα
View word page
θῆμα
tomb

ShortDef

tomb

Debugging

Headword:
θῆμα
Headword (normalized):
θῆμα
Headword (normalized/stripped):
θημα
IDX:
41200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41201
Key:

Data

{'content': 'tomb'}