Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
θημών
θημῶν
θημωνοθετέω
θην
θῆξις
θηπαλέος
θήρ
View word page
θηλώ
wet-nurse

ShortDef

wet-nurse

Debugging

Headword:
θηλώ
Headword (normalized):
θηλώ
Headword (normalized/stripped):
θηλω
IDX:
41199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41200
Key:

Data

{'content': 'wet-nurse'}