Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄλπεις
ἄλπνιστος
ἅλς
ἅλς2
ἀλσηΐς
ἀλσίνη
ἅλσις
ἄλσις
ἀλσοκομέω
ἀλσοποιία
ἄλσος
ἀλσώδης
ἁλτῆρες
ἁλτηρία
Ἄλτης
ἁλτικός
Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
View word page
ἄλσος
a glade

ShortDef

a glade

Debugging

Headword:
ἄλσος
Headword (normalized):
ἄλσος
Headword (normalized/stripped):
αλσος
IDX:
4119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4120
Key:

Data

{'content': 'a glade'}