Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
θημών
θημῶν
θημωνοθετέω
θην
θῆξις
θηπαλέος
View word page
θηλύψυχος
of woman's spirit

ShortDef

of woman's spirit

Debugging

Headword:
θηλύψυχος
Headword (normalized):
θηλύψυχος
Headword (normalized/stripped):
θηλυψυχος
IDX:
41198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41199
Key:

Data

{'content': "of woman's spirit"}