Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
θημών
θημῶν
View word page
θηλύφρων
effeminate

ShortDef

effeminate

Debugging

Headword:
θηλύφρων
Headword (normalized):
θηλύφρων
Headword (normalized/stripped):
θηλυφρων
IDX:
41194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41195
Key:

Data

{'content': 'effeminate'}