Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
Θημακός
θημολογέω
View word page
θηλυφανής
like a woman

ShortDef

like a woman

Debugging

Headword:
θηλυφανής
Headword (normalized):
θηλυφανής
Headword (normalized/stripped):
θηλυφανης
IDX:
41192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41193
Key:

Data

{'content': 'like a woman'}