Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
View word page
θηλυτόκος
giving birth to girls

ShortDef

giving birth to girls

Debugging

Headword:
θηλυτόκος
Headword (normalized):
θηλυτόκος
Headword (normalized/stripped):
θηλυτοκος
IDX:
41190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41191
Key:

Data

{'content': 'giving birth to girls'}