Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλύψυχος
View word page
θηλυτοκέω
bear females

ShortDef

bear females

Debugging

Headword:
θηλυτοκέω
Headword (normalized):
θηλυτοκέω
Headword (normalized/stripped):
θηλυτοκεω
IDX:
41188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41189
Key:

Data

{'content': 'bear females'}