Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
View word page
θηλύτης
womanishness, delicacy, effeminacy

ShortDef

womanishness, delicacy, effeminacy

Debugging

Headword:
θηλύτης
Headword (normalized):
θηλύτης
Headword (normalized/stripped):
θηλυτης
IDX:
41187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41188
Key:

Data

{'content': 'womanishness, delicacy, effeminacy'}