Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλυτόκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
View word page
θηλύσπορος
of female kind
ShortDef
of female kind
Debugging
Headword:
θηλύσπορος
Headword (normalized):
θηλύσπορος
Headword (normalized/stripped):
θηλυσπορος
IDX:
41182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41183
Key:
Data
{'content': 'of female kind'}