Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
View word page
θηλυπρόσωπος
with woman's face

ShortDef

with woman's face

Debugging

Headword:
θηλυπρόσωπος
Headword (normalized):
θηλυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
θηλυπροσωπος
IDX:
41179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41180
Key:

Data

{'content': "with woman's face"}