Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
View word page
θηλυποιός
making weak
ShortDef
making weak
Debugging
Headword:
θηλυποιός
Headword (normalized):
θηλυποιός
Headword (normalized/stripped):
θηλυποιος
IDX:
41176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41177
Key:
Data
{'content': 'making weak'}