Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
View word page
θηλύπαις
having borne a girl

ShortDef

having borne a girl

Debugging

Headword:
θηλύπαις
Headword (normalized):
θηλύπαις
Headword (normalized/stripped):
θηλυπαις
IDX:
41175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41176
Key:

Data

{'content': 'having borne a girl'}