Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
View word page
θηλύνοος
of womanish mind

ShortDef

of womanish mind

Debugging

Headword:
θηλύνοος
Headword (normalized):
θηλύνοος
Headword (normalized/stripped):
θηλυνοος
IDX:
41172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41173
Key:

Data

{'content': 'of womanish mind'}