Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
View word page
θηλυμανέω
to be mad after women

ShortDef

to be mad after women

Debugging

Headword:
θηλυμανέω
Headword (normalized):
θηλυμανέω
Headword (normalized/stripped):
θηλυμανεω
IDX:
41167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41168
Key:

Data

{'content': 'to be mad after women'}