Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπαθέω
θηλύπαις
View word page
θηλυκτόνος
slaying by woman's hand

ShortDef

slaying by woman's hand

Debugging

Headword:
θηλυκτόνος
Headword (normalized):
θηλυκτόνος
Headword (normalized/stripped):
θηλυκτονος
IDX:
41165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41166
Key:

Data

{'content': "slaying by woman's hand"}