Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
View word page
θηλυδριώδης
effeminate
ShortDef
effeminate
Debugging
Headword:
θηλυδριώδης
Headword (normalized):
θηλυδριώδης
Headword (normalized/stripped):
θηλυδριωδης
IDX:
41161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41162
Key:
Data
{'content': 'effeminate'}