Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
View word page
θηλυγόνος
generating females

ShortDef

generating females

Debugging

Headword:
θηλυγόνος
Headword (normalized):
θηλυγόνος
Headword (normalized/stripped):
θηλυγονος
IDX:
41159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41160
Key:

Data

{'content': 'generating females'}