Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλοφόρος
ἀλόχευτος
ἄλοχος
Ἄλπειος
Ἄλπεις
ἄλπνιστος
ἅλς
ἅλς2
ἀλσηΐς
ἀλσίνη
ἅλσις
ἄλσις
ἀλσοκομέω
ἀλσοποιία
ἄλσος
ἀλσώδης
ἁλτῆρες
ἁλτηρία
Ἄλτης
ἁλτικός
Ἄλτις
View word page
ἅλσις
a leaping
ShortDef
a leaping
Debugging
Headword:
ἅλσις
Headword (normalized):
ἅλσις
Headword (normalized/stripped):
αλσις
IDX:
4115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4116
Key:
Data
{'content': 'a leaping'}