Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
View word page
θηλυγενής
of female sex, womanish

ShortDef

of female sex, womanish

Debugging

Headword:
θηλυγενής
Headword (normalized):
θηλυγενής
Headword (normalized/stripped):
θηλυγενης
IDX:
41155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41156
Key:

Data

{'content': 'of female sex, womanish'}