Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυκός
θηλυκράνεια
View word page
θηληνός
quiet
ShortDef
quiet
Debugging
Headword:
θηληνός
Headword (normalized):
θηληνός
Headword (normalized/stripped):
θηληνος
IDX:
41153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41154
Key:
Data
{'content': 'quiet'}