Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
View word page
θηλέω
to be full of
ShortDef
to be full of
Debugging
Headword:
θηλέω
Headword (normalized):
θηλέω
Headword (normalized/stripped):
θηλεω
IDX:
41151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41152
Key:
Data
{'content': 'to be full of'}